- ἐλεημοποιός
- ἐλε-ημοποιός, όν,A giving alms, LXX To.9.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλεημοποιοῦ — ἐλεημοποιός giving alms masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)